- παρεισβαίνω
- παρεισ-βαίνω,A enter, Orph.Fr.32biv3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεισβαίνω — Α εισβαίνω από τα πλάγια, μπαίνω μέσα σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰσβαίνω «εισέρχομαι»] … Dictionary of Greek
παρεισβατικός — ή, όν, Α [παρεισβαίνω] αυτός που αναφέρεται στις πλάγιες εισόδους τού αρχαίου θεάτρου … Dictionary of Greek